Πατρίδα του αναφέρεται η Μυτιλήνη, ο δε Σουίδας θέτει τη γέννησή του κατά την τριακοστή τρίτη Ολυμπιάδα, δηλαδή περί το 652 π.Χ.
Πατέρας του ήταν ο Υρράδιος από την Θράκη που προερχόταν από τη μεσαία τάξη αλλά η μητέρα του από την αριστοκρατική[4], ενώ αναφέρεται ότι ανήλθε κοινωνικά όταν παντρεύτηκε γυναίκα από την οικογένεια των Πενθιλιδών, μια από τις ισχυρότερες τότε οικογένειες του νησιού[3].
Φημιζόταν για την πολιτική και κοινωνική σοφία του, τη σύνεση και την χρηστότητά του, αλλά και την πολεμική ανδρεία του. Στον πολιτικό στίβο της πατρίδας του εισήλθε ενεργά το 612 π.Χ., όταν από κοινού με τους Επιμενίδη και Κίκκη, αδελφούς του ποιητή Αλκαίου, οι οποίοι ηγούνταν της αριστοκρατικής μερίδας, φόνευσε τον τύραννο Μέλαγχρο[5][6]. Έξι χρόνια μετά τον βρίσκουμε να οδηγεί τους συμπολίτες του στον πόλεμο κατά των Αθηναίων, με αντικείμενο την κατοχή του Σιγείου της Τρωάδος, παλαιά αποικία της Μυτιλήνης στην είσοδο του Ελλησπόντου. Ο Πιττακός διακρίθηκε στη μάχη, σκότωσε μάλιστα, στο πλαίσιο μονομαχίας, τον Φρύνωνα, στρατηγό των Αθηναίων[7], νικητή των Ολυμπίων και διάσημο για το θάρρος και την ανδρεία του.
Οι Μυτιληναίοι τον τίμησαν για τα κατορθώματά του, όμως εκείνος από τα εδάφη που του προσφέρθηκαν δέχτηκε μόνο την έκταση που σηματοδοτήθηκε από μια ρίψη του ακοντίου του. Κατόπιν, διέθεσε τη γη για ιερή χρήση η οποία έκτοτε αποκαλείται Πιττακού γη.
Ο πόλεμος με τους Αθηναίους έληξε με παρέμβαση του Περιάνδρου, ο οποίος παραχώρησε τη διαφιλονικούμενη έκταση στους Αθηναίους.
Οι εσωτερικές ταραχές στην Μυτιλήνη συνεχίστηκαν, υποδαυλισμένες από τη μερίδα των αριστοκρατών, με προεξάρχοντες τον Αλκαίο και τον αδελφό του, Αντιμενίδη. Όταν αυτοί εξορίστηκαν, η πόλη γνώρισε περίοδο σχετικής ηρεμίας, ώσπου οι φυγάδες επιχείρησαν να πετύχουν την επάνοδό τους με τη βία των όπλων. Ο δήμος, προκειμένου να αποκρούσει την απειλή, εξέλεξε ως αισυμνήτη τον Πιττακό, στον οποίο παραχώρησε απόλυτη εξουσία[7]. Ο μεγάλος άνδρας παρέμεινε στο θώκο επί μία δεκαετία (589-579) με την παρέλευση της οποίας παραιτήθηκε από την αρχή εκουσίως[6].
Στην διάρκεια της ηγεμονίας του δεν επιχείρησε να ανατρέψει το πολίτευμα, αλλά επιδόθηκε στη βελτίωση και την αναθεώρηση των νόμων. Σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, το πολιτικό του έργο αποτιμάται θετικά αφού χάρι σε αυτό η Μυτιλήνη απαλλάχθηκε από τον εμφύλιο πόλεμο, τον πόλεμο και την τυραννίδα[8].
Αντίθετα, οι ολιγαρχικοί σκιαγραφούσαν τον Πιττακό ως τύραννο[9], ο δε Αλκαίος σε σχόλιό του χαρακτήρισε τον Πιττακό "κακοπάτριδα" και εξέφρασε την περιφρόνησή του για τον τρόπο με τον οποίο ο λαός τον εξέλεξε ως αισυμνήτη[6]. Ο Πιττακός πέθανε περί το 569, σε ηλικία εβδομήντα ετών κατά τον Διογένη Λαέρτιο[10], ογδόντα ετών κατά τον Σουίδα και εκατό ετών κατά τον Λουκιανό. Του αποδίδονται πολλά, χαμένα όμως, ελεγειακά ποιήματα, καθώς και πολλά γνωμικά, όπως «χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι» και το «γίγνωσκε καιρόν». Το πρώτο αποτέλεσε θέμα ωδής του Σιμωνίδη. Του αποδίδεται επίσης και ένα -ψευδεπίγραφο προφανώς- επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας (ΧΙ 440).
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B9%CF%84%CF%84%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CF%82
Ήταν ένας από τους επτά Σοφούς της αρχαιότητας,
Οι αναφερόμενοι, από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, Επτά σοφοί, ήταν ιστορικά πρόσωπα που έζησαν από τον 7ο αιώνα π.Χ. και νεότερα, που διέπρεψαν ως νομοθέτες, άρχοντες ή πολιτικοί. Οι επικρατέστεροι θεωρούμενοι επτά σοφοί της αρχαιότητας (κατά γενικότερη ομολογία συγγραφέων) ήταν οι:
- Θαλής ο Μιλήσιος
- Βίας ο Πριηνεύς
- Πιττακός ο Μυτιληναίος
- Σόλων ο Αθηναίος
- Χίλων ο Λακεδαιμόνιος
- Κλεόβουλος ο Ρόδιος
- Περίανδρος ο Κορίνθιος
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%80%CF%84%CE%AC_%CF%83%CE%BF%CF%86%CE%BF%CE%AF
Ο Πιττακός, γιος του Υρραδίου, Μυτιληναίος. Ο Δούρης λέει ότι ο πατέρας του Πιττακού ήταν από την Θράκη.
Μαζί με τα αδέρφια του Αλκαίου, ανέτρεψε τον Μέλαγχρο, τον τύραννο της Λέσβου. Και όταν οι Αθηναίοι και οι Μυτιληναίοι πολεμούσαν για την περιοχή της Αχιλείτιδας, στρατηγός των Μυτιληναίων ήταν ο Πιττακός, ενώ ο στρατηγός των Αθηναίων ήταν ο Ολυμπιονίκης στο παγκράτιο Φρύνωνας. Συμφώνησε λοιπόν να μονομαχήσει με τον Φρύνωνα· έκρυψε κάτω από την ασπίδα του ένα δίχτυ και τυλίγοντάς τον με αυτό τον σκότωσε, και έτσι λευτέρωσε την περιοχή. Αργότερα όμως, όπως λέει ο Απολλόδωρος στα Χρονικά του, οι Αθηναίοι διεκδίκησαν δικαστικώς την περιοχή από τους Μυτιληναίους· στη δίκη ήταν παρών ο Περίανδρος, ο οποίος και επιδίκασε την περιοχή στους Αθηναίους.
[1.75] Τότε λοιπόν οι Μυτιληναίοι τίμησαν εξαιρετικά τον Πιττακό και του εμπιστεύθηκαν την εξουσία. Εκείνος την κράτησε για δέκα χρόνια, και αφού τακτοποίησε το πολίτευμα, παραιτήθηκε. Ύστερα έζησε άλλα δέκα χρόνια. Οι Μυτιληναίοι τού παραχώρησαν ένα κομμάτι γης, ο ίδιος όμως το αφιέρωσε στους θεούς και το άφησε ελεύθερο. Σήμερα ο τόπος αυτός λέγεται «Πιττάκειος». Ο Σωσικράτης λέει ότι ο Πιττακός έκοψε για τον εαυτό του ένα μικρό κομμάτι και είπε ότι το μισό είναι περισσότερο από το ολόκληρο. Και ο Κροίσος, επίσης, του πρόσφερε χρήματα, εκείνος όμως τα αρνήθηκε λέγοντας ότι είχε διπλάσια από όσα ήθελε — γιατί ο αδερφός του πέθανε άτεκνος και αυτός τον κληρονόμησε.
[1.76] Η Παμφίλη στο δεύτερο βιβλίο των Υπομνημάτων της λέει ότι, όταν κάποτε ο γιος του Τυρραίος βρισκόταν σε ένα κουρείο στην Κύμη, τον χτύπησε με τσεκούρι ένας χαλκιάς και τον σκότωσε, και όταν οι Κυμαίοι έστειλαν το φονιά στον Πιττακό, αυτός άκουσε την ιστορία και τον άφησε ελεύθερο λέγοντας: «Η συγχώρεση είναι ανώτερη από τη μετάνοια». Ο Ηράκλειτος, πάντως, λέει ότι, όταν ο Αλκαίος έπεσε στα χέρια του, ο Πιττακός τον άφησε ελεύθερο και είπε: « Η συγχώρεση είναι ανώτερη από την εκδίκηση».
Θέσπισε νόμους: Αν διαπράξει κανείς αδίκημα μεθυσμένος, η τιμωρία του να είναι διπλάσια — φυσικά, για να μη μεθούν οι άνθρωποι, σε ένα νησί που είχε τόσο πολύ κρασί.
Είπε επίσης ότι είναι δύσκολο πράγμα να είναι κανείς καλός· τον λόγο του αυτόν τον αναφέρει και ο Σιμωνίδης ως εξής: «του Πιττακού τον λόγο: “Δύσκολο κανείς να ᾿ναι πραγματικά καλός”»· [1.77] τον αναφέρει, επίσης, και ο Πλάτωνας στον Πρωταγόρα του· «Με την ανάγκη δεν τα βάζουν ούτε και οι θεοί».
Επίσης: «Το αξίωμα δείχνει τον άνθρωπο». Όταν κάποτε τον ρώτησαν ποιό είναι το πιο καλό πράγμα, απάντησε: «Να κάνεις σωστά αυτό με το οποίο ασχολείσαι την κάθε στιγμή». Και όταν ο Κροίσος τον ρώτησε ποιά είναι η μεγαλύτερη αρχή, είπε «η αρχή του ποικίλου ξύλου», εννοώντας τον νόμο. Έλεγε επίσης οι νίκες να κερδίζονται χωρίς αίμα. Στον Φωκαέα που έλεγε ότι πρέπει να ψάχνουμε να βρούμε ενάρετο άνθρωπο, απάντησε: «Αν ψάχνεις πολύ, δεν θα τον βρεις».
Σ᾽ αυτούς που τον ρωτούσαν ποιό πράγμα είναι ευχάριστο, είπε: «ο χρόνος»· σκοτεινό, «το μέλλον»· αξιόπιστο, «η στεριά»· αναξιόπιστο, «η θάλασσα». [1.78] Έλεγε επίσης ότι των φρόνιμων ανθρώπων έργο είναι, προτού αρχίσουν οι δυσκολίες, να παίρνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να μη συμβούν· των ανδρείων όμως ανθρώπων έργο είναι, όταν οι δυσκολίες παρουσιαστούν, να τις αντιμετωπίσουν με τον σωστό τρόπο. «Μη μιλάς από πριν για τα πράγματα που σκοπεύεις να κάνεις· γιατί αν δεν τα καταφέρεις, όλος ο κόσμος θα σε περιγελάσει». Μην κοροϊδεύεις τις ατυχίες κανενός, από φόβο για τη νέμεση.
Αν σου εμπιστευθούν ένα αγαθό, να το δώσεις πίσω. Μην κακολογείς φίλο, αλλ᾽ ούτε και εχθρό. Να ασκείς την ευσέβεια. Να αγαπάς την εγκράτεια. Να τηρείς την αλήθεια, την αφοσίωση, την πείρα, την επιτηδειότητα, τη φιλία, την άγρυπνη έγνοια.
Από τα τραγούδια του που τραγουδιούνταν στα συμπόσια δημοφιλέστερο ήταν το ακόλουθο: Με τόξα και γεμάτη με βέλη φαρέτρα πρέπει κανείς τον κακό να πλησιάζει: πώς να πιστέψεις όσα η γλώσσα του λέει, όταν είναι όλο απάτη μες στην καρδιά του η σκέψη; [1.79] Έγραψε επίσης ποιήματα σε ελεγειακά μέτρα, (600 στίχους) και ένα έργο σε πεζό λόγο για χρήση από τους πολίτες με θέμα τους νόμους.
Στην ακμή του ο Πιττακός ήταν γύρω στην 42η Ολυμπιάδα. Πέθανε τη χρονιά που ήταν άρχοντας ο Αριστομένης, την τρίτη χρονιά της 52ης Ολυμπιάδας, σε προχωρημένη πια ηλικία: πάνω από εβδομήντα χρονών. Πάνω στον τάφο του χαράχτηκε η ακόλουθη περιγραφή:
Η ιερή αυτή Λέσβος που τον γέννησε, τον κλαίει με μαύρα δάκρυα νεκρό, τον Πιττακό της. Δικό του το απόφθεγμα: «Να διακρίνεις την κατάλληλη στιγμή» Υπήρξε και άλλος ένας νομοθέτης Πιττακός, όπως λένε ο Φαβωρίνος στο πρώτο βιβλίο των Απομνημονευμάτων του και ο Δημήτριος στους Ομωνύμους του· σ᾽ αυτόν τον άλλο δόθηκε το παρωνύμιο «μικρός». Για τον «σοφό» λένε πως κάποτε τον συμβουλεύτηκε ένας νεαρός για το θέμα του γάμου και ότι αυτός του είπε αυτά που λέει ο Καλλίμαχος στα Επιγράμματά του: [1.80]
Ένας ξένος Αταρνείτης νά τί ρώτησε τον Πιττακό τον Μυτιληναίο, του Υρράδιου τον γιο: «Γέροντα καλέ μου, διπλός γάμος με καλεί. Η μια κοπέλα, από πλούτη και γενιά είν᾽ της δικής μου της σειράς· ανώτερή μου είν᾽ η άλλη.
Συμβούλεψέ με: ποιά απ᾽ τις δυο να πάρω για γυναίκα;»
Σήκωσ᾽ εκείνος τότε το μπαστούνι του, το όπλο των γερόντων,
«Νά τους, εκείνοι θα σου πουν τον τελευταίο λόγο».Ήταν αγόρια, που μ᾽ απανωτά χτυπήματα τις σβούρες γύριζαν μες στον φαρδύ τον δρόμο.
«Πάρ᾽ τα», του είπε, «από πίσω». Πλησίασε, κι εκείνα λέγαν:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου