Στις 6 Φεβρουαρίου εορτάζει η Εκκλησία μας τη μνήμη του Μεγάλου Φωτίου. Πρόκειται για μια σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα, ο οποίος έχει λάβει δικαίως τον σπάνιο τίτλο του μεγάλου.
Επίσης δεν θεωρείται μεγάλος μόνο από την Εκκλησία, αλλά και από την ιστορία, διότι συγκαταλέγεται στους ξεχωριστούς πνευματικούς φάρους της ανθρωπότητας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 810 μ. Χ. από πλούσιους και ευσεβείς γονείς, τον Σέργιο και την Ειρήνη, οι οποίοι ανήκαν στις τάξεις των ορθοδόξων υπερασπιστών των Αγίων Εικόνων. Έλαβε σπουδαία κλασική και θεολογική μόρφωση στα ονομαστά πανεπιστήμια της Βασιλεύουσας.
Μάλιστα μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, την αναστήλωση των Ιερών Εικόνων από την αγία Θεοδώρα την Αυγούστα και τον υιό της Μιχαήλ Γ΄ (842-867), το 842 ο Φώτιος ανήλθε με την αξία του σε υψηλά πολιτικά αξιώματα. Το 858 μετά την απομάκρυνση του πατριάρχη Ιγνατίου από τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ο αυτοκράτορας πρότεινε να ανέβει ο Φώτιος, ο οποίος είχε αναδειχθεί ως ενάρετος και συνετός άνδρας. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του δέχτηκε να εισέρθει στον ιερό κλήρο. Σε μια εβδομάδα έλαβε και τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης.
Η χειροτονία του ως επίσκοπος και η ενθρόνισή του στον πατριαρχικό θρόνο έγινε τα Χριστούγεννα του 858. Ο Φώτιος από τις πρώτες κιόλας μέρες άρχισε την αναδιοργάνωση της Εκκλησίας και το κλείσιμο των πληγών της που είχε ανοίξει η εκατονταετής εικονομαχική έριδα (726-842). Καλώντας άξιους συνεργάτες αγωνίστηκε για την πνευματική ανόρθωση των πιστών και την ιεραποστολική αποστολή της Εκκλησίας, η οποία είχε αναστείλει η λαίλαπα της εικονομαχίας. Άρχισε από τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων, τους οποίους μετέβαλε ταυτόχρονα και σε φίλους του βυζαντινού κράτους. Ανέθεσε στους δύο σπουδαίους θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο να μεταβούν στην Ευρώπη και να εκχριστιανίσουν τους λαούς της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης, οι οποίοι ήταν ακόμη ειδωλολάτρες.
Αυτό σημαίνει πως πραγματικός φωτιστής της Ευρώπης είναι ο Μέγας Φώτιος! Στον μορφωτικό και παιδευτικό τομέα υπήρξε πρωτοπόρος για την εποχή του. Πίστευε με όλη τη δύναμη της ψυχής του ότι η παιδεία και η μόρφωση είναι απαραίτητα στοιχεία του ανθρώπου για να μεταστοιχειωθεί σε πνευματική οντότητα. Μάλιστα θεωρούσε ότι η χριστιανική πίστη και ευσέβεια θα πρέπει να επικουρούνται από τη μόρφωση και τη γνώση ώστε να ο χριστιανός να μην υστερεί έναντι του μη χριστιανού. Η χριστιανική πίστη συνδυασμένη με την «θύραθεν» παιδεία δημιουργεί άρτιες προσωπικότητας και υψηλά πολιτισμικά ιδεώδη.
Γι’ αυτό και ίδρυε παντού σχολεία, στα οποία διδάσκονταν όλες οι γνώσεις και οι επιστήμες. Το πιο ονομαστό σχολείο που ίδρυσε είναι το περίφημο πανεπιστήμιο της Μαγναύρας στην Κωνσταντινούπολη, όπου κλήθηκαν να διδάξουν οι πιο ονομαστοί δάσκαλοι της οικουμένης. Ο Φώτιος ήταν ένας από αυτούς ο οποίος δίδασκε φιλοσοφία σε αυτό για πολλά χρόνια, παράλληλα με τα ποιμαντικά του καθήκοντα.
Ο Φώτιος έτρεφε μεγάλη αγάπη για τα κλασικά γράμματα και εκτίμηση για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και συγγραφείς και γι’ αυτό είχε βάλλει ως στόχο να διασώσει την αρχαιοελληνική πνευματική κληρονομία, την οποία θεωρούσε και δική του κληρονομιά. Ανέθεσε σε μοναχούς καλλιγράφους να αντιγράφουν και να διαδίδουν τα αρχαία συγγράμματα και να εμπλουτίζουν τις βιβλιοθήκες. Ο ίδιος ανέλαβε το τιτάνιο έργο να διασώσει σε επιτομή τα σπουδαιότερα έργα των αρχαίων στο περίφημο και μοναδικό στην ιστορία, έργο του: «Μυριόβιβλος». Στο έργο αυτό έχουν διασωθεί τα πιο σπάνια έργα των αρχαίων. Μάλιστα βεβαιώνουν οι ειδικοί πως αν ο Φώτιος δεν μας άφηνε την «Μυριόβιβλό» του η γνώσεις μας για τους αρχαίους συγγραφείς θα ήταν φτωχή.
Δε θα γνωρίζαμε καν την ύπαρξη κλασικών έργων, ούτε καν τους συγγραφείς τους χωρίς αυτή! Όμως οι μεγάλοι άνδρες αντιμετωπίζουν και μεγάλες προκλήσεις και έχθρες. Έτσι και ο Φώτιος πέρασε μια ταραγμένη ζωή. Οι «ιγνατιανοί» κατέφυγαν στον πάπα της Ρώμης Νικόλαο για να καταγγείλουν τον Φώτιο για αντικανονικές ενέργειες. Ο πάπας (ο οποίος ήταν ακόμη ορθόδοξος) βρήκε αφορμή για να επέμβει στα πράγματα της Ανατολής απαίτησε να του αποδοθούν κτήσεις που του είχαν αφαιρεθεί. Ζήτησε να καθιερωθεί υποχρεωτικά η λατινική γλώσσα στη λατρεία των εκκλησιών που ίδρυσαν οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι στην Ευρώπη και φυσικά απαίτησε την αποκατάσταση του Ιγνατίου.
Ο Φώτιος κατάλαβε ότι όλα αυτά ήταν προσχήματα και γι’ αυτό προχώρησε στην καταδίκη της αιρέσεως του filioque (εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού) και κατάγγειλε τις αντιεκκλησιαστικές ενέργειες του πάπα. Τελικά ο πάπας αφόρισε τον Φώτιο το 863 και ο Φώτιος αναγκάστηκε να κάμει το ίδιο, συγκάλεσε σύνοδο το 867, με την οποία αναθεμάτισε και καθαίρεσε τον πάπα Νικόλαο. Αυτό είναι το πρώτο λεγόμενο «σχίσμα επί Φωτίου». Το 867 από το νέο αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ απομακρύνθηκε από το θρόνο και εξορίστηκε. Επανήλθε το 879 στο θρόνο για να απομακρυνθεί και πάλι το 886. Κοιμήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 893, αφού είχε συμφιλιωθεί με τον Ιγνάτιο και είχε αποκατασταθεί το σχίσμα με την Εκκλησία της Ρώμης.
Η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και μέγα για το μεγάλο έργο του. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος τον θεωρεί προστάτη της και εορτάζει με λαμπρότητα την ημέρα της μνήμης του. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο Μέγας Φώτιος και το έργο του είναι εξαιρετικά επίκαιρο για την εποχή μας. Ο σύγχρονος οικουμενιστικός οίστρος τείνει να ισοπεδώσει την ορθόδοξη παράδοσή μας και να νοθεύσει την εκκλησιαστική μας αυτοσυνειδησία. Ο οικουμενισμός κατόρθωσε να περάσει την αιρετική εκκλησιολογική κακοδοξία ότι η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας δεν είναι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, αλλά μέρος της, αφού, κατ’ αυτόν, «εκκλησία» είναι και η πανσπερμία των αιρετικών ομάδων, από τον παπισμό, έως και τις εσχατιές του προτεσταντισμού! Μελετώντας το έργο του Μεγάλου Φωτίου, δεν αφήνονται τέτοια περιθώρια από τον θεοφόρο άνδρα!
Η Εκκλησία, κατ’ εκείνον, είναι μία και αδιαίρετη, όπως το Σώμα του Χριστού. Οι σχισματικοί και οι αιρετικοί είναι εκτός της Μιας Εκκλησίας. Ο σύγχρονος όρος «Εκκλησίες» και «ένωση Εκκλησιών» είναι ορολογία άγνωστη στον άγιο Φώτιο, αλλά κυριαρχεί ο όρος «επιστροφή στην Εκκλησία». Ιδιαιτέρως ο Μ. Φώτιος, εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα, κατανόησε την αποστασία της δυτικής χριστιανοσύνης και προείδε τα σπέρματα της παπικής κατάπτωσης. Και γι’ αυτό αγωνίστηκε σφοδρά για τη διάσωση της Ορθοδοξίας της Εκκλησίας και ο αγώνας του είναι αποτυπωμένος στο έργο και τις αποφάσεις της Η΄ Οικουμενικής Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (879-880). Ο αγώνας του και η ιστορία τον δικαίωσε.
Οι φόβοι του δυστυχώς επαληθεύτηκαν, αφού η δυτική χριστιανοσύνη οδηγήθηκε τελικά εκτός της Εκκλησίας και παραμένει εκτός ως τα σήμερα. Τρανή απόδειξη το μίσος των δυτικών κατά του Μεγάλου Φωτίου, τον οποίο, όχι μόνο δεν τον τιμούν ως άγιο, αλλά του προσάπτουν απίστευτες συκοφαντίες εδώ και δέκα αιώνες! Για μας τους Ορθοδόξους είναι (θα πρέπει να είναι) ο Μέγας Φώτιος, μαζί με τους άλλους μεγάλους Πατέρες της εποχής του και μετέπειτα (Γρηγόριο Παλαμά, Μάρκο Ευγενικό, Γεώργιο Σχολάριο, Κοσμά Αιτωλό, Ιουστίνο Πόποβιτς, κλπ), τα φωτεινά ορόσημα της Ορθόδοξης πίστης μας και της εκκλησιαστικής μας αυτοσυνειδησίας!
ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ: Ο ΗΡΩΪΚΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Κάποιοι κακοήθεις και ανιστόρητοι, θέλουν να περιορίσουν τη χριστιανική πίστη της αρχαίας Εκκλησίας στους φτωχούς και τους δούλους. Όμως έρχεται η ιστορία και τα συναξάρια της Εκκλησίας μας για να τους διαψεύσουν οικτρά.
Τη νέα πίστη είχαν υιοθετήσει άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις και τα επαγγέλματα. Μια από αυτές ήταν οι στρατιωτικοί. Μέσα από τις τάξεις τους αναδείχθηκαν μυριάδες Μάρτυρες κατά τη διάρκεια των διωγμών των πρώτων τριακοσίων χρόνων. Ένας από αυτούς υπήρξε ο μεγαλομάρτυρας Θεόδωρος ο Στρατηλάτης. Δεν είναι γνωστό το ακριβές έτος της γεννήσεώς του. Τοποθετείται περί τα τέλη του 3 ου μ. Χ. αιώνα. Γεννήθηκε στην πόλη Ευχάνεια του Ελενοπόντου, (Ευξείνου Πόντου), στην πανάρχαια κοιτίδα του Ελληνισμού, από Έλληνες γονείς, οι οποίοι είχαν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στην Ποντική Ηράκλεια της Παφλαγονίας και ανατράφηκε με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως και ευσέβειας.
Από παιδί διακρινόταν για το εξαίρετο παράστημά του και κυρίως για τα πλούσια πνευματικά και ψυχικά του χαρίσματα. Είχε αποκτήσει σπουδαία παιδεία, μελετώντας τα ιερά χριστιανικά κείμενα, καθώς και τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Αναδείχτηκε μάλιστα σπουδαίος ρήτορας. Από νεαρός ξεχώριζε για τις ηγετικές του ικανότητες και γι’ αυτό αποφάσισε να ακολουθήσει το επάγγελμα του στρατιωτικού, το οποίο απολάμβανε μεγάλο σέβας της εποχή εκείνη.
Γι’ αυτό και κατατάχτηκε στον ρωμαϊκό στρατό. Το ξεχωριστό σωματικό του παράστημα, οι αθλητικές του επιδόσεις και κυρίως το θάρρος, ανδρεία του και οι έμφυτες στρατιωτικές του αρετές τον ανέβασαν πολύ γρήγορα στη στρατιωτική ιεραρχία του ρωμαϊκού στρατού των ανατολικών περιοχών της αυτοκρατορίας. Έγινε στρατηλάτης, αξίωμα ανάλογο με του σημερινού στρατηγού. Η φήμη του για τις ικανότητές του και για την αποτελεσματικότητα των λεγεώνων που διοικούσε, έφτασε ως τον αυτοκράτορα Λικίνιο (307-324), ο οποίος τον προσκάλεσε για να τον γνωρίσει από κοντά και να τον ανταμείψει για τις πολύτιμες στρατιωτικές του υπηρεσίες.
Αλλά κάποιοι φανατικοί σύμβουλοί του τον πληροφόρησαν ότι ο Θεόδωρος ήταν Χριστιανός. Ο Λικίνιος ήταν φανατικός ειδωλολάτρης και μισούσε θανάσιμα τον Χριστιανισμό. Του έστειλε κατ’ αρχήν μια επιστολή, προτείνοντάς του να θυσιάσουν μαζί στους «θεούς». Ο Θεόδωρος του απάντησε με ευγένεια και διπλωματία πως δεν ήταν δυνατόν να τον συναντήσει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και πως τον περίμενε να έρθει στην Ηράκλεια, όπου θα θυσίαζαν τότε από κοινού. Όμως ο στρατηλάτης ήθελε απλά να κερδίσει χρόνο.
Ο Λικίνιος πίστεψε στα γραφόμενα του Θεοδώρου και με την πρώτη ευκαιρία επισκέφτηκε όντως την Ηράκλεια και ο στρατηλάτης του οργάνωσε μια λαμπρή υποδοχή. Του ζήτησε μάλιστα και τα παγανιστικά ξόανα και είδωλα, φτιαγμένα από χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες, τα οποία κουβαλούσε μαζί του ο θρησκομανής αυτοκράτορας, με σκοπό δήθεν να τους αποδώσει τιμές. Παρευθύς ο ηρωικός Θεόδωρος πήρε στα χέρια του τα σύνεργα της ειδωλολατρίας, τα οποία θρυμμάτισε και τα έδωσε στους φτωχούς να πουλήσουν τα ακριβά μέταλλα για να καλύψουν βιοτικές τους ανάγκες.
Ο Λικίνιος έμεινε άναυδος από την πράξη του κορυφαίου στρατιωτικού του. Θεώρησε την πράξη του αφ’ ενός μεν ασεβή προς τους «θεούς» του κράτους, και αφ’ ετέρου προσβολή κατά του προσώπου του. Διέταξε αμέσως τη σύλληψή του και την ενώπιόν του μεταφορά, για να τον ανακρίνει προσωπικά. Ο αυτοκράτορας αρχικά έκρυψε τον θυμό και την προσβολή του και θέλησε με κολακείες να πείσει τον στρατηλάτη να απαρνηθεί την χριστιανική του πίστη και να θυσιάσει στους «θεούς» του. Του επεσήμανε ότι τη λαμπρή του καριέρα τη χρωστά στην εύνοιά τους και ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένος να τους προσφέρει θυσία.
Ο Θεόδωρος παρέμεινε ατάραχος και γαλήνιος, όση ώρα μιλούσε ο Λικίνιος. Απάντησε στον αυτοκράτορα πως η χριστιανική του πίστη και ιδιότητα αξίζουν περισσότερο από όλα τα αξιώματα του κόσμου. Πως οι «θεοί» του είναι ανύπαρκτοι και αποκυήματα αρρωστημένων μυθογράφων και πως πίσω από αυτούς κρύβονται οι κακοποιοί δαίμονες, οι οποίοι λατρεύονται στα πρόσωπά τους.
Πως ο αληθινός Θεός είναι η Παναγία Τριάδα, που μας αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός, ο Οποίος έγινε άνθρωπος για να μας λυτρώσει από την αμαρτία τη φθορά και το θάνατο. Να μας απαλλάξει από το σκοτάδι της ειδωλολατρίας και της πλάνης, να μας κάνει τέκνα φωτός. Ο θηριώδης Λικίνιος έγινε έξαλλος από οργή θυμό για την εμμονή του στρατηλάτη του να μη θυσιάσει στους «θεούς» του και για την προσβολή εναντίον τους. Τον απείλησε ότι τον περιμένουν σκληρά βασανιστήρια, αλλά ο Θεόδωρος έμεινε εδραίος στην πίστη του και περίμενε με ανυπομονησία το μαρτύριο για την πίστη του στο Χριστό. Τότε διέταξε να τον καθαιρέσουν από το υψηλό του αξίωμα, να τον γδύσουν και να τον μαστιγώσουν με βούνευρα, τα οποία κατέληγαν σε μολυβένια σφαιρίδια.
Οι απάνθρωποι ειδωλολάτρες δήμιοι ξέσκιζαν με λύσσα τις σάρκες του Μάρτυρα και κατόπιν τον έριξαν στη φυλακή, όπου έμεινε επτά ημέρες χωρίς τροφή και νερό, αναμένοντας να απαρνηθεί την πίστη του. Αφού είδε ο Λικίνιος ότι δεν κατόρθωσε τίποτε, έδωσε εντολή να τον σταυρώσουν, εν μέσω απερίγραπτων ταπεινώσεων και βανδαλισμών.
Η ψυχή του πέταξε στα ουράνια, για να συναντήσει τον αληθινό και αιώνιο Βασιλέα Χριστό και το σώμα του το συνέλλεξαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν με μεγάλες τιμές. Ήταν 8 Φεβρουαρίου του έτους 319. Αυτή την ημέρα όρισε η Εκκλησία μας να τιμάται η σεπτή του μνήμη. Ανήκει στη χορεία των μεγαλομαρτύρων και απολαμβάνει διαχρονικά την τιμή των πιστών. Αυτοί είναι οι ήρωες της Πίστεώς μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου